- αμφορέας
- Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη κατηγορία είναι οι α. του εμπορίου που τους χρησιμοποιούσαν σε όλη την αρχαιότητα για τη μεταφορά και αποθήκευση κυρίως κρασιού αλλά και λαδιού, ίσως και σταφυλιών, δημητριακών και άλλων τροφίμων. Οι α. του κρασιού ήταν σχεδόν πάντα ακόσμητοι. Ο α. κατέληγε στο κάτω μέρος του σε ένα πόδι. Όταν προοριζόταν για μεταφορά προϊόντων ήταν μυτερός (οξυπύθμενος) για να μπορεί να στερεώνεται στην άμμο των οιναποθηκών ή να τοποθετείται σε κυκλικό υποστήριγμα. Το στόμιό του έκλεινε με πώμα από φελλό ή πηλό.
Στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, o α. χρησιμοποιήθηκε και ως επίσημο μέτρο χωρητικότητας των υγρών. Στην Ιλιάδα αναφέρεται η χρήση του ως τεφροδόχου (από τις ανασκαφές στον ελληνικό χώρο, αλλά και σε ελληνικές αποικίες, προκύπτει ότι συνηθιζόταν η ταφική χρήση του). Στα δικαστήρια της αρχαίας Αθήνας χρησιμοποιούσαν χάλκινο ή πήλινο α. για τη συλλογή των ψήφων, καθώς και πήλινο α. (όπως και την κλεψύδρα) για τον υπολογισμό και καθορισμό του χρόνου των αγορεύσεων της κατηγορίας, της απολογίας και της ψηφοφορίας των δικαστών (μετρητής αμφορεύς). Ονομαστοί είναι οι παναθηναϊκοί α., που τους γέμιζαν λάδι από τις ιερές ελιές της Αθηνάς και τους έδιναν οι αθλοθέτες και η Βουλή ως έπαθλο σε νικητές των Παναθηναίων. Ιδιαίτερα αγάπησαν το σχήμα του α. και το διακόσμησαν με εξαίρετες παραστάσεις οι αγγειογράφοι της αρχαίας Αττικής. Γενικά, η χρήση του α. ήταν τόσο διαδεδομένη στον λαό, ώστε το σχήμα του έχει διατηρηθεί έως σήμερα στις στάμνες.
αμφορίτης αγών.Αρχαίο ελληνικό αγώνισμα που συνηθιζόταν κυρίως στην Αίγινα. Στο άθλημα αυτό οι αγωνιστές έτρεχαν από την παραλία έως την Ασωπίδα πηγή, και πίσω πάλι, κουβαλώντας στους ώμους α. Γινόταν κατά τον Δελφίνιο μήνα ή Μουνιχιώνα, δηλαδή μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, και θεωρείται κατάλοιπο της εκεί διαμονής των Αργοναυτών.
Αττικός αμφορέας. Στην κλασική αρχαιότητα αγγεία του είδους χρησίμευαν για τη μεταφορά υγρών, συχνά όμως και για τη συντήρηση τροφίμων (φωτ. Igda).
Αττικός αμφορέας του 5ου αι. π.Χ., στον οποίο εικονίζεται η θεά Αθηνά με ασπίδα που έχει το έμβλημα των Τυραννοκτόνων (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Ετρουσκικός αμφορέας, ο λεγόμενος «της Αυγής», σε μυθική σκηνή που παριστάνει τη θεά και τον νεαρό Κέφαλο σε τέθριππο άρμα (φωτ. Igda).
* * *ο (Α ἀμφορεύς) αγγείο με μικρό στόμιο και δυο λαβές (αφτιά), κατασκευασμένο από πηλό, χαλκό, χρυσό ή πέτρα, στο οποίο φυλάσσονταν ή μεταφέρονταν υγρά (κρασί, γάλα κ. λ. π.) ή τροφές (τουρσιά κ.ά.)αρχ.1. νεκρική κάλπη για την εναπόθεση τής τέφρας τών νεκρών2. μέτρο υγρών (μετρητής)3. μέτρο χρόνου (κλεψύδρα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιφορεύς (< ἀμφι-* + φορεὺς < φέρω, αρχ. σημ. «ο φερόμενος κι από τις δύο πλευρές, με δύο λαβές» με αποκοπή τής συλλαβής –φι- κατά συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία. Πρωτοαπαντά (στην πλήρη του μορφή) σε πινακίδες τής Μυκηναϊκής (βλ ἀμφιφορεύς)ΠΑΡ. αμφορίσκος, αμφορίτης(αρχ) ἀμφορείδιον μσν.-νεοελλ. αμφορικός.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμφορεοφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.